- ἐπῳαζούσης
- ἐπῳάζωsitpres part act fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επωάζω — (AM ἐπῳάζω) 1. (για πτηνά) εξασφαλίζω με το πτέρωμα τού σώματός μου κατάλληλη θερμοκρασία επί ορισμένο χρονικό διάστημα στα αβγά για να εκκολαφθούν («ἐπῳαζούσης τῆς ὄρνιθος», Αριστοτ.) 2. (για φίδια, ερπετά, αμφίβια) τοποθετώ τα αβγά σε χώρο που… … Dictionary of Greek